- κρανιοφόρος
- οανθρωπολ. όργανο στο οποίο στερεώνεται, για μελέτη, ένα ανθρώπινο κρανίο με καθορισμένο προσανατολισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniophore < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -phore (< νεώτ. λατ. -phorus < -φόρος < φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δημήτριο Γαλανό].
Dictionary of Greek. 2013.